- πολύμισθος
- πολύ-μισθος, ον,A receiving much pay or hire, v.l. in AP5.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύμισθος — receiving much pay masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύμισθος — ον, Α (για πράξεις φιλανθρωπίας) αυτός για τον οποίο υπάρχει πλουσιοπάροχη ανταμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μισθός «ανταμοιβή» (πρβλ. ολιγό μισθος)] … Dictionary of Greek
πολύμισθον — πολύμισθος receiving much pay masc/fem acc sg πολύμισθος receiving much pay neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύμισθα — πολύμισθος receiving much pay neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek